-
1 κατάχυσις
A pouring on or over,πολλοῦ ψυχροῦ Hp.Aph.5.21
; affusion, besprinkling, Id.Art.27;ἡ τοῦ θερμοῦ κ. Gp.13.14.11
.IV = ἀήρ, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάχυσις
См. также в других словарях:
επανάκληση — η (AM ἐπανάκλησις) [επανακαλώ] επαναφορά στην προηγούμενη θέση, αποκατάσταση μσν. επαναφορά στις αισθήσεις αρχ. 1. πρόκληση, αντίδραση («ποιῶ ἐπανάκλησιν» προκαλώ επαναφορά, αντίδραση «ψυχροῡ πολλοῡ κατάχυσις θέρμης ἐπανάκλησιν ποιέει», Ιπποκρ.)… … Dictionary of Greek